- διασταλάσσω
- διαστᾰλάσσω,A shed,
δάκρυον Lib.Descr.30.16
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δάκρυον Lib.Descr.30.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διασταλάσσω — και διασταλάττω (Α) στραγγίζω, σουρώνω … Dictionary of Greek
διασταλάζω — (Μ διαστάζω) διασταλάσσω … Dictionary of Greek